σαπουνέ

σαπουνέ
ο, η, το, Ν
άκλ. (ιδιωμ.) όμοιος με σαπούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + κατάλ. -έ, που απαντά σε λ. που προέρχονται από τη Γαλλική (πρβλ. μασκ-έ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”